O Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα (Francis Albert Sinatra, Χομπόκεν, 12 Δεκεμβρίου 1915 — Λος Άντζελες, 14 Μαΐου 1998), γνωστός ως Φρανκ Σινάτρα, ήταν δημοφιλής Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. Στη διάρκεια μιας πολυετούς καριέρας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90, υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς εκτελεστές στους κύκλους της βιομηχανίας διασκέδασης.
Συχνά χαρακτηρίζεται ως ο σπουδαιότερος αμερικανός τραγουδιστής του 20ου αιώνα, αλλά και συμβολική μορφή της αμερικανικής κουλτούρας. Το μουσικό έργο του είναι ογκώδες, με περισσότερες από 1400 ηχογραφήσεις. Τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλιο της Ελευθερίας από τον Ρόναλντ Ρίγκαν το 1985 και με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου το 1997, ενώ του απονεμήθηκαν συνολικά έντεκα βραβεία Γκράμι, μεταξύ αυτών και το βραβείο για τη συνολική προσφορά του.
Ως ηθοποιός απέσπασε το βραβείο Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου για την ταινία Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here to Eternity, 1953), ενώ ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου α' ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο δραματικό έργο Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955). Η έντονη και περιπετειώδης προσωπική ζωή του τοποθετήθηκε συχνά στο προσκήνιο, ειδικότερα η διασύνδεσή του με προσωπικότητες της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος.
Γεννημένος στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ, από Ιταλούς γονείς μετανάστες. Ήταν μοναχογιός του σικελού μποξέρ και πυροσβέστη Άντονι Μάρτιν Σινάτρα, και της επίσης ιταλίδας νοσοκόμας Ναταλί Ντελά Γκαβαράντε, που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1890. Παρότι η οικογένειά του τον κακομάθαινε με ακριβά δώρα και ρούχα, εκείνος ήταν «αλητάκι» και μάλιστα για ένα διάστημα έδρασε ως αρχηγός μιας συμμορίας μικροκλεφτών.
Έδειξε νωρίς την προτίμησή του στο μπελκάντο (ιταλ. bel canto.) Τραγουδιστής αποφάσισε να γίνει όταν το 1933 άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά τον Μπιγκ Κρόσμπι. Μετά τη διάκρισή του σε μία ραδιοφωνική εκπομπή ταλέντων, έπιασε δουλειά σ' ένα μικρό κλαμπ του Νου Τζέρσι, όπου προσέλκυσε την προσοχή του τρομπετίστα και μπαντ-λίντερ Χάρι Τζέιμς. Λίγο αργότερα, το 1940, εντάχθηκε στην μπάντα του Τόμι Ντόρσεϊ και σύντομα η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται.
Κατά την τριετή συνεργασία του με τον Τόμι Ντόρσεϊ, η δημοφιλία του στο νεανικό ακροατήριο έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, συγκρινόμενη μόνο με την αντίστοιχη αποδοχή που είχε πριν τον Σινάτρα ο Μπένι Γκούντμαν.
Από τα τέλη του 1942 ακολούθησε ατομική καριέρα και εξελίχθηκε σύντομα σε φαινόμενο της αμερικανικής κουλτούρας και ίνδαλμα για τις υπερενθουσιώδεις νεαρές θαυμάστριές του που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως bobby soxers.
Οι προσεγμένοι στίχοι των τραγουδιών του, ερωτικοί, όμως λιγότερο αφελείς από το συνηθισμένο, και ο τρόπος με τον οποίο τόνιζε ή «έπνιγε» τις λέξεις, διέφεραν από οτιδήποτε είχε ακούσει ως τότε η αμερικανική νεολαία. Τα μέρη όπου εμφανιζόταν γέμιζαν από κοπέλες στα πρόθυρα της λιποθυμίας και γύρω από το πρόσωπό του δημιουργήθηκε μια υστερία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα μετέπειτα φαινόμενα του Έλβις Πρίσλεϊ και των Μπιτλς. Σ' αυτό συνέβαλε και η εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας τις μπαλάντες του σε μιούζικαλ. Είχε κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1941 στην ταινία «Las Vegas Nights».
Την ίδια περίπου περίοδο, του αποδόθηκαν τα παρωνύμια Frankieboy, The Sultan of Swoon (Σουλτάνος του συναισθήματος). Στα τέλη του 1944 ξεκίνησε να ηχογραφεί με μεγάλη συχνότητα για τη δισκογραφική εταιρεία Columbia, σε συνεργασία με τον ενορχηστρωτή Άξελ Στόρνταλ (Axel Stordahl), ο οποίος καθόρισε τον ήχο εκείνων των ηχογραφήσεων.
Από το 1947/8 η καριέρα του παρουσίασε εμφανή πτώση. Το γεγονός συνέπεσε χρονικά με τα πρώτα αρνητικά δημοσιεύματα του τύπου - που σχετίζονταν κυρίως με τις διασυνδέσεις του Σινάτρα με προσωπικότητες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως ο Λάκι Λουτσιάνο - αλλά και το περιστατικό της επίθεσής του κατά του δημοσιογράφου Λη Μόρτιμερ που αργότερα αποδείχθηκε ότι συνεργάστηκε με το FBI για τη δυσφήμησή του.
Οι θαυμαστές του τού έδωσαν το παρατσούκλι που θα ζήλευε κάθε αοιδός: «Η Φωνή». Όμως, ένα βράδυ του 1952 στο μοδάτο κλαμπ «Copacabana» της Νέας Υόρκης η διάσημη φωνή σίγησε, καθώς οι φωνητικές χορδές του είχαν ματώσει. Η δισκογραφική εταιρεία του έκανε ότι δεν τον ήξερε και όλοι τον ξέγραψαν. Ενδεικτικό της παρακμής της καριέρας του υπήρξε το γεγονός πως δε διέθετε κανένα δισκογραφικό ή κινηματογραφικό συμβόλαιο, ούτε καλλιτεχνικό πράκτορα.
Το 1953 ικέτεψε την Columbia να του δώσει έναν ρόλο στην ταινία «Από εδώ ως την αιωνιότητα» με προσβλητικά χαμηλή αμοιβή. Εξαργύρωσε την απόφασή του αυτή με το Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου κι επανήλθε δριμύτερος. Η φωνή του ήταν πλέον πιο ώριμη, τα τραγούδια του απέπνεαν την εμπειρία του άντρα που πέρασε πολλά και νίκησε τις κακοτοπιές.
Τη δεκαετία του '50 σημειώθηκε μια στροφή στον ήχο του, δίνοντας έμφαση περισσότερο στο είδος του σουίνγκ και λιγότερο στις μπαλάντες των προηγούμενων ετών. Το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με την Capitol Records και οι ηχογραφήσεις του εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στις κορυφαίες δημιουργίες του. Το άλμπουμ Come Dance with Me! (1959) τού εξασφάλισε το πρώτο του βραβείο Γκράμι. Σημαντικές θεωρούνται οι συνεργασίες του με ορισμένους από τους σπουδαιότερους ενορχηστρωτές, όπως ο Νέλσον Ριντλ, ο Γκόρντον Τζένκινς και ο Μπίλι Μέι. To 1960 ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Reprise Records στην οποία, μέχρι το 1962, ηχογραφούσε παράλληλα με την Capitol.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60, ηχογράφησε με μεγάλη συχνότητα, ολοκληρώνοντας άνισες κυκλοφορίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η συνεργασία του με τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ στο Francis Albert Sinatra and Antonio Carlos Jobim (1967) και το September of My Years (1965). Στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ανήκουν ακόμα τα τραγούδια Strangers in the Night (1966), That's Life (1967) και My Way (1969).
Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε 58 ταινίες, τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε καθαρά ερμηνευτικούς ρόλους χωρίς να τραγουδά. Κατά τη δεκαετία του '50 και του '60 υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής πρωταγωνιστής και εν γένει ένας από τους λίγους που κατάφεραν να γίνουν εξίσου επιτυχημένοι στον κινηματογράφο και το τραγούδι.
Ξεχωρίζουν τα μιούζικαλ με συμπρωταγωνιστή τον Τζιν Κέλι, ειδικότερα το Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες (On the Town, 1949), η ερμηνεία του στην ταινία Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955) για την οποία ήταν υποψήφιος για το βραβείο Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου, το Μάγκες και κούκλες (Guys And Dolls, 1955) στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο, καθώς και το πολιτικό θρίλερ Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας (The Manchurian Candidate, 1962).
Ο «Φράνκι» έγινε ο σούπερ-σταρ της μουσικής βιομηχανίας και του κινηματογράφου, ένας από τους πλουσιότερους τραγουδιστές του αιώνα. Του άρεσε πολύ να δουλεύει με τους φίλους του, να γυρίζουν μαζί ταινίες και μετά να πηγαίνουν στα καλύτερα πάρτι ως το πρωί. Έτσι, δημιουργήθηκε στις αρχές του 1960 το περίφημο «Rat Pack», η ιστορική ανδροπαρέα του Σινάτρα και των Ντιν Μάρτιν, Σάμι-Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ.
Το 1971, σε μια εποχή που η γενιά του Γούντστοκ κυριαρχούσε στη μουσική βιομηχανία, ο Φρανκ Σινάτρα, δήλωσε ότι αποσύρεται. Δεν κατάφερε όμως να κρατηθεί μακριά από το μικρόφωνο περισσότερο από δύο χρόνια. Επέστρεψε με νέες ηχογραφήσεις και η ύστερη περίοδος της καριέρας του χαρακτηρίστηκε γενικά από προσεκτικές επιλογές και λιγοστές κυκλοφορίες, με σημαντικότερες αυτές των δίσκων Trilogy (1980), She Shot Me Down (1981) και L.A. Is My Lady (1984).
Τη δεκαετία του 1990 συνέπραξε με διάφορους αστέρες του σύγχρονο μουσικού στερεώματος, όπως ο Μπόνο των U2 και συνέχισε να τραγουδά ως τον Φεβρουάριο του 1995, οπότε άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Οι τελευταίοι δίσκοι που ηχογράφησε ήταν τα Duets (1993) και Duets II (1994), μετά από δεκαετή απουσία. Η τελευταία συναυλία του πραγματοποιήθηκε το 1995.
Η «φωνή» σίγησε για πάντα στις 14 Μαΐου του 1998, στο Λος Άντζελες, μετά από παρατεταμένη περίοδο προβλημάτων υγείας.
Ο Φρανκ Σινάτρα έζησε έντονη ζωή, παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Είχε τρία παιδιά από την πρώτη του σύζυγο, Νάνσι Μπαρμπάτο. Έκανε τρεις επιπλέον γάμους με την Άβα Γκάρντνερ (1951-7), τη Μία Φάροου (1966-8) και τη Μπάρμπαρα Μαρξ (από το 1976 μέχρι το θάνατό του), πρώην σύζυγο του Ζέπο Μαρξ, ενώ υπήρξε στενός φίλος και υποστηρικτής του Τζον Φ. Κένεντι και του Ρόναλντ Ρίγκαν,.
Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι είχε διασυνδέσεις με την ιταλική Μαφία και αρκετά από τα ονόματα των συνεργατών του περιέχονταν σε «ύποπτους» φακέλους του FBI. Αυτός ήταν και ο λόγος που έχασε την άδεια του καζίνου του στο Λας Βέγκας. Η πόλη όμως αναγνώρισε την προσφορά του, δίνοντας το 2001 το όνομά του σε μία κεντρική λεωφόρο της.
Τη δισκογραφία του Frank Sinatra μπορείτε να την δείτε από ΕΔΩ
Πηγές: wikipedia.org
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου
www.tralala.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου