Τὴ Aγία καὶ Mεγάλη Πέμπτη, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτήρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυὰ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.
ο βράδυ της ημέρας αυτής, που ήταν η προ των αζύμων ημέρα, δηλαδή παραμονή του Εβραϊκού Πάσχα, ο Ιησούς δείπνησε στην πόλη με τους δώδεκα Μαθητές του. Ευλόγησε το ψωμί και το κρασί και μ’ αυτό τον τρόπο παρέδωσε το Mυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η οποία θα τελείται στο διηνεκές ως η αέναη παρουσία Του στην Εκκλησία.
Αφού κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου, ο Κύριος θέλησε κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό.
Τότε, ο Κύριος αποσύρεται στο όρος των Ελαιών, όπου μόνος του προσεύχεται γονατιστός και ο ιδρώτας του σαν κόμβοι πηκτού αίματος, πέφτουν στη γη. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του. Είναι η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου.
Μόλις τελειώνει την προσευχή, φτάνει ο Ιούδας με τους στρατιώτες και πολύ όχλο. Αφού φίλησε τον Κύριο στο πρόσωπο, τον παραδίδει. Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και οδηγείται δεμένος στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι Μαθητές σκορπίζονται και ο θερμόαιμος Πέτρος, που τον είχε ακολουθήσει μέχρι την αρχιερατική αυλή, τον αρνείται και αυτός λίγο πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές.
Ο Κύριος οδηγείται μπροστά στο παράνομο συνέδριο και εξετάζεται για τους Μαθητές του και τη διδασκαλία του. Εξορκίζεται στον Θεό να πει αν ο ίδιος είναι πράγματι ο Χριστός και λέγοντας την αλήθεια, κρίνεται ένοχος θανάτου, επειδή δήθεν βλαστήμησε. Στη συνέχεια τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χαστουκίζουν και τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί.